Σήμερα είχα πάει στο κέντρο να πάρω κάτι δώρα από το Μοναστηράκι.
Όπως κατέβαινα την Ηφαίστου είδα αίματα.
Ξεκινούσαν από την αρχή της και έφταναν μέχρι και το τέλος της.
Ρωτάω μία κοπέλα έξω από ένα μαγαζί που έριχνε νερά και χλωρίνη τι έγινε.
-Ένα πρεζάκι πέρασε και του τρέχανε αίματα, μου είπε με αηδία.
Συνέχισα να περπατάω και μπήκα σε ένα μαγαζί να ψωνίσω κάτι. Ρώτησα την κοπέλα του μαγαζιού αν ήξερε κάτι για το 'πρεζάκι.'
-Όχι, δεν το είδα καν. Τώρα είδα τα αίματα που μου το είπες εσύ. Ξέρεις τι βλέπουμε εδώ πέρα κάθε μέρα; Είναι πολύ επικίνδυνα.
Καμία ανησυχία για το άτομο από το οποίο προήλθε το αίμα.
Συνεχίζω το περπάτημα και βλέπω έναν τύπο να κάθεται στα σκαλιά έξω από το σταθμό Μοναστηρακίου και ένα παιδί χωρίς μπλούζα που είχε δέσει την μπλούζα του στο πόδι του.
Ολόγυρά τους λίμνες αίματος.
Είδα και 2-3 αστυνομικούς να κάθονται λίγο πιο κει και να κοιτάνε.
-Είναι καλά; Θέλετε βοήθεια; τους είπα.
-Τον μαχαίρωσαν στο πόδι, μου λέει το παιδί που είχε τυλίξει την μπλούζα του γύρω από την πληγή και την πάταγε για να μη χαθεί άλλο αίμα.
Ήταν περίπου 1.30μμ.
-Έχετε καλέσει ασθενοφόρο; ρωτάω έναν αστυνομικό.
-Ναι, έρχεται, μου λέει ανέκφραστος.
Στην επόμενη μιάμιση ώρα, γιατί τόσο έκανε να έρθει το ασθενοφόρο, είχαμε πιάσει την κουβέντα με το 'πρεζάκι,' τον Αντώνη, και το παιδί που τον βοήθησε, που έτυχε να είναι νοσηλευτής στο ΚΑΤ, το Σίφη.
Ο Αντώνης Οικονομάκος είναι 37 χρονών, τοξικομανής. Τον μαχαίρωσε μία συμμορία Μαροκινών από ό,τι μας είπε όταν είχε πάει να πάρει τη δόση του. Πότε ακριβώς έγιναν όλα αυτά ή αν έγιναν έτσι όπως μας τα είπε δε γνωρίζουμε. Τη μία έλεγε ότι τον μαχαίρωσαν πριν πέντε μέρες, την άλλη πριν τρεις. Δεν ήθελε να μας πει περιοχή και λεπτομέρειες "γιατί ακούνε οι μπάτσοι."
Του πήρα ένα μπουκαλάκι νερό. Οι αστυνομικοί ούτε που τον είχαν ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι.
-Πεινάω, πεινάω! φώναζε.
Κανείς.
Ο Σίφης συνέχιζε να πατάει την μπλούζα του στην πληγή.
-Πονάω! φώναζε ο Αντώνης.
Σε κάποια φάση μας είπε ότι έχει HIV.
-Ευτυχώς φόρεσα γάντια, είπε ο Σίφης.
Αλλά δε σταμάτησε ούτε δευτερόλεπτο να πατάει την πληγή.
Οι αστυνομικοί όταν το άκουσαν πήγαν κάποια βήματα πιο πέρα.
Του είπα ότι δεν έγινε και κάτι, πολύς κόσμος ζει με HIV.
Μάς είπε ότι υποφέρει πολύ που ζει με αυτήν την αρρώστια, ότι γενικά έχει περάσει πολύ δύσκολα, και δεν είναι η πρώτη φορά που του επιτίθενται. Μας έδειξε και τις ουλές στα πόδια του, όλες από μαχαιριές.
Τον ρώτησα αν έχει κάποιο συγγενή ή φίλο που μπορούμε να ειδοποιήσουμε, μου είπε πως είναι μόνος του και δεν έχει κανένα.
Παρότι ήταν ακόμη 'φτιαγμένος,' βρώμικος, και πονούσε, τα πράσινα μάτια του σου μιλούσαν. Σου έλεγαν ότι δε θέλει την εξαθλίωση. Ότι θέλει να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Μέσα στον πόνο του έκανε και χιούμορ, και γενικά φαινόταν ότι είναι άνθρωπος με αντίληψη και σπιρτάδα, ασχέτως της εξάρτησής του.
Γιατί ο Αντώνης, εκτός από 'πρεζάκι' είναι και άνθρωπος. Άνθρωπος με προσωπικότητα και με μια ιστορία.
-Γιατί με κοιτάνε; είπε κάποιες φορές θυμωμένος.
-Άστους να κοιτάνε, του είπαμε με το Σίφη, και μετά αστειευτήκαμε για άλλες φορές που έχουν κοιτάξει εμάς.
Του είπα ότι τον κοιτούσαν επειδή έχει ωραία μάτια και μου λέει:
-Ξέρεις πόσο ωραίος είμαι άμα δεν έχω τα μούσια και τα μαλλιά και πλυθώ; Είμαι πολύ βρώμικος.
-Ε, ευκαιρία να κάνεις και τζαμπέ μπανάκι, του λέω.
Και πάλι γελούσαμε.
Οι περαστικοί τον έβλεπαν σα θέαμα. Κάποιοι κοιτούσαν με αποστροφή, κάποιοι με περιέργεια, αλλά κανείς δε ρώτησε ούτε μία φορά "Είναι καλά;"
-Πεινάω! ξαναείπε.
Τον ρώτησα τι τρώει και είπε μια ζαμπονοτυρόπιτα. Του πήρα μία και του την έφερα.
Δεν το πίστευε.
-Σ'ευχαριστώ πολύ! μου είπε πέφτωντας με τα μούτρα.
-Πόσες μέρες έχεις να φας;
-Πέντε; μέτρησε με τα δάχτυλά του.
Μπορεί να μην ήταν πέντε, μπορεί να ήταν δύο ή τρεις. Αλλά και μία μέρα να περάσει που ένας άνθρωπος δε βρίσκει να φάει, είναι απαράδεκτο.
Κάθε τόσο του θυμίζαμε να πείνει λίγο νερό.
Οι αστυνομικοί είχαν ανησυχήσει γιατί τα αίματα ήταν πολλά και μέσα στη μέση και φοβόντουσαν μην τα πιάσει κανένα παιδάκι. Η καθαρίστρια του ηλεκτρικού σιχαινόταν ή φοβόταν να τα καθαρίσει. Όταν ήρθε τελικά μετά από 40 λεπτά με μια σφουγγαρίστρα την κρατούσε όσο πιο μακρυά της μπορούσε.
Μετά από λίγο ο Αντώνης έκανε λίγο εμετό. Τον ρώτησα αν τον πείραξε η ζαμπονοτυρόπιτα και μου είπε ότι ήταν μάλλον από την πρέζα.
Η καθαρίστρια μου έκανε νόημα ότι δεν μπορεί να καθαρίσει και τον εμετό. Τελικά με προτροπή των αστυνομικών και με κάποιες εφημερίδες που πέταξε πάνω στον εμετό, μια σκούπα κι ένα μεγάλο φαράσι τον καθάρισε κάπως.
Εντωμεταξύ ήρθε κι ένας νοσηλευτής σε μηχανή όσο περιμέναμε το ασθενοφόρο. Έβγαλε το ματωμένο παπούτσι του Αντώνη και προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Του μιλούσε με οικειότητα και εξέτασε την πληγή.
-Καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν είναι ούτε μιας μέρας ούτε πέντε; Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο, του είπε.
-Δε θέλω! έλεγε και ξαναέλεγε ο Αντώνης.
-Για να στο πώ ωμά, αν δεν στο φτιάξουμε θα σου κόψουν το πόδι!
Εκεί ο Αντώνης τρόμαξε λίγο. Ο νοσηλευτής το κατάλαβε και του είπε πιο μαλακά:
-Ρε Αντώνη, αφού ξέρεις ότι το αίμα σου έχει πρόβλημα, τι σου φταίνε οι άλλοι; Πάμε στο νοσοκομείο.
Ο Αντώνης ψέλλισε κάτι και φάνηκε ότι ένιωσε άσχημα.
Μετά μας εξηγούσε ότι ήθελε να πάει στο Αττικό γιατί εκεί τον ξέρει ο διευθυντής και τον βοηθάνε. Όταν του είπαν ότι θα τον πάνε στο ΚΑΤ αντέδρασε, γιατί δεν ήξερε πώς θα γυρίσει στο παγκάκι που κοιμάται συνήθως. Έλεγε και ξαναέλεγε ότι θα πάει στο Αττικό αύριο.
-Είναι χασάπηδες στο ΚΑΤ! μας έλεγε.
Ο Σίφης τον διαβεβαίωσε πως θα είναι μια χαρά κι ότι τους ξέρει επειδή δουλεύει εκει. Μετά του έκανε πλάκα ότι έχει και ωραίες γυναίκες εκεί και γελούσαν.
Ο Αντώνης μας έλεγε ότι δε θέλει να πετάξουμε το παπούτσι του γιατί δεν έχει άλλο. Όσο του το έβγαζε ο νοσηλευτής ούρλιαζε από τον πόνο. Ένας από τους αστυνομικούς τον άφησε να σφίγγει το χέρι του όσο πονούσε. Ένας άλλος του έλεγε να κάνει λίγο υπομονή κι ότι καταλαβαίνουν ότι πονάει.Ήταν και οι μόνοι που έδειξαν μία κάποια ευαισθησία απέναντί του από τους αστυνομικούς. Ο νοσηλευτής έβαλε το παπούτσι σε μία σακούλα και του το έδωσε.
Στις 3μμ περίπου εδέησε να εμφανιστεί το ασθενοφόρο. Οι τραυματιοφορείς ήταν πολύ ευγενικοί και με κατανόηση. Τον έβαλαν πάνω σε ένα φορείο μαζί με τα πράγματά του και μας ρώτησαν αν θα πάμε μαζί.
-Είναι απλοί περαστικοί, είπε ο νοσηλευτής.
Κοιταχτήκαμε με το Σίφη. Ένιωσα ένα σφίξιμο.
Ο Αντώνης μας ευχαρίστησε και τον χαιρετούσαμε όπως απομακρυνόταν πάνω στο φορείο.
Περιμέναμε να φύγει το ασθενοφόρο. Χαιρετήσαμε και το νοσηλευτή ο οποίος έφυγε με το μηχανάκι του.
Μιλήσαμε για 4-5 λεπτά για τον Αντώνη, την εμπειρία που ζήσαμε μαζί του, και πόση λύπη νιώσαμε γι'αυτήν την ψυχή και το αβέβαιο μέλλον της. Μετά χαιρετηθήκαμε και ο κάθε ένας πήρε το δρόμο του.
Το σημείο στο οποίο καθόταν ο Αντώνης δεν είχε σχεδόν κανένα απομεινάρι της ιστορίας του.
Οι περαστικοί πατούσαν πάνω του χωρίς να ξέρουν ότι πριν λίγα λεπτά εκεί υπέφερε ένας άνθρωπος.
Όπως κατέβαινα την Ηφαίστου είδα αίματα.
Ξεκινούσαν από την αρχή της και έφταναν μέχρι και το τέλος της.
Ρωτάω μία κοπέλα έξω από ένα μαγαζί που έριχνε νερά και χλωρίνη τι έγινε.
-Ένα πρεζάκι πέρασε και του τρέχανε αίματα, μου είπε με αηδία.
Συνέχισα να περπατάω και μπήκα σε ένα μαγαζί να ψωνίσω κάτι. Ρώτησα την κοπέλα του μαγαζιού αν ήξερε κάτι για το 'πρεζάκι.'
-Όχι, δεν το είδα καν. Τώρα είδα τα αίματα που μου το είπες εσύ. Ξέρεις τι βλέπουμε εδώ πέρα κάθε μέρα; Είναι πολύ επικίνδυνα.
Καμία ανησυχία για το άτομο από το οποίο προήλθε το αίμα.
Συνεχίζω το περπάτημα και βλέπω έναν τύπο να κάθεται στα σκαλιά έξω από το σταθμό Μοναστηρακίου και ένα παιδί χωρίς μπλούζα που είχε δέσει την μπλούζα του στο πόδι του.
Ολόγυρά τους λίμνες αίματος.
Είδα και 2-3 αστυνομικούς να κάθονται λίγο πιο κει και να κοιτάνε.
-Είναι καλά; Θέλετε βοήθεια; τους είπα.
-Τον μαχαίρωσαν στο πόδι, μου λέει το παιδί που είχε τυλίξει την μπλούζα του γύρω από την πληγή και την πάταγε για να μη χαθεί άλλο αίμα.
Ήταν περίπου 1.30μμ.
-Έχετε καλέσει ασθενοφόρο; ρωτάω έναν αστυνομικό.
-Ναι, έρχεται, μου λέει ανέκφραστος.
Στην επόμενη μιάμιση ώρα, γιατί τόσο έκανε να έρθει το ασθενοφόρο, είχαμε πιάσει την κουβέντα με το 'πρεζάκι,' τον Αντώνη, και το παιδί που τον βοήθησε, που έτυχε να είναι νοσηλευτής στο ΚΑΤ, το Σίφη.
Ο Αντώνης Οικονομάκος είναι 37 χρονών, τοξικομανής. Τον μαχαίρωσε μία συμμορία Μαροκινών από ό,τι μας είπε όταν είχε πάει να πάρει τη δόση του. Πότε ακριβώς έγιναν όλα αυτά ή αν έγιναν έτσι όπως μας τα είπε δε γνωρίζουμε. Τη μία έλεγε ότι τον μαχαίρωσαν πριν πέντε μέρες, την άλλη πριν τρεις. Δεν ήθελε να μας πει περιοχή και λεπτομέρειες "γιατί ακούνε οι μπάτσοι."
Του πήρα ένα μπουκαλάκι νερό. Οι αστυνομικοί ούτε που τον είχαν ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι.
-Πεινάω, πεινάω! φώναζε.
Κανείς.
Ο Σίφης συνέχιζε να πατάει την μπλούζα του στην πληγή.
-Πονάω! φώναζε ο Αντώνης.
Σε κάποια φάση μας είπε ότι έχει HIV.
-Ευτυχώς φόρεσα γάντια, είπε ο Σίφης.
Αλλά δε σταμάτησε ούτε δευτερόλεπτο να πατάει την πληγή.
Οι αστυνομικοί όταν το άκουσαν πήγαν κάποια βήματα πιο πέρα.
Του είπα ότι δεν έγινε και κάτι, πολύς κόσμος ζει με HIV.
Μάς είπε ότι υποφέρει πολύ που ζει με αυτήν την αρρώστια, ότι γενικά έχει περάσει πολύ δύσκολα, και δεν είναι η πρώτη φορά που του επιτίθενται. Μας έδειξε και τις ουλές στα πόδια του, όλες από μαχαιριές.
Τον ρώτησα αν έχει κάποιο συγγενή ή φίλο που μπορούμε να ειδοποιήσουμε, μου είπε πως είναι μόνος του και δεν έχει κανένα.
Παρότι ήταν ακόμη 'φτιαγμένος,' βρώμικος, και πονούσε, τα πράσινα μάτια του σου μιλούσαν. Σου έλεγαν ότι δε θέλει την εξαθλίωση. Ότι θέλει να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Μέσα στον πόνο του έκανε και χιούμορ, και γενικά φαινόταν ότι είναι άνθρωπος με αντίληψη και σπιρτάδα, ασχέτως της εξάρτησής του.
Γιατί ο Αντώνης, εκτός από 'πρεζάκι' είναι και άνθρωπος. Άνθρωπος με προσωπικότητα και με μια ιστορία.
-Γιατί με κοιτάνε; είπε κάποιες φορές θυμωμένος.
-Άστους να κοιτάνε, του είπαμε με το Σίφη, και μετά αστειευτήκαμε για άλλες φορές που έχουν κοιτάξει εμάς.
Του είπα ότι τον κοιτούσαν επειδή έχει ωραία μάτια και μου λέει:
-Ξέρεις πόσο ωραίος είμαι άμα δεν έχω τα μούσια και τα μαλλιά και πλυθώ; Είμαι πολύ βρώμικος.
-Ε, ευκαιρία να κάνεις και τζαμπέ μπανάκι, του λέω.
Και πάλι γελούσαμε.
Οι περαστικοί τον έβλεπαν σα θέαμα. Κάποιοι κοιτούσαν με αποστροφή, κάποιοι με περιέργεια, αλλά κανείς δε ρώτησε ούτε μία φορά "Είναι καλά;"
-Πεινάω! ξαναείπε.
Τον ρώτησα τι τρώει και είπε μια ζαμπονοτυρόπιτα. Του πήρα μία και του την έφερα.
Δεν το πίστευε.
-Σ'ευχαριστώ πολύ! μου είπε πέφτωντας με τα μούτρα.
-Πόσες μέρες έχεις να φας;
-Πέντε; μέτρησε με τα δάχτυλά του.
Μπορεί να μην ήταν πέντε, μπορεί να ήταν δύο ή τρεις. Αλλά και μία μέρα να περάσει που ένας άνθρωπος δε βρίσκει να φάει, είναι απαράδεκτο.
Κάθε τόσο του θυμίζαμε να πείνει λίγο νερό.
Οι αστυνομικοί είχαν ανησυχήσει γιατί τα αίματα ήταν πολλά και μέσα στη μέση και φοβόντουσαν μην τα πιάσει κανένα παιδάκι. Η καθαρίστρια του ηλεκτρικού σιχαινόταν ή φοβόταν να τα καθαρίσει. Όταν ήρθε τελικά μετά από 40 λεπτά με μια σφουγγαρίστρα την κρατούσε όσο πιο μακρυά της μπορούσε.
Μετά από λίγο ο Αντώνης έκανε λίγο εμετό. Τον ρώτησα αν τον πείραξε η ζαμπονοτυρόπιτα και μου είπε ότι ήταν μάλλον από την πρέζα.
Η καθαρίστρια μου έκανε νόημα ότι δεν μπορεί να καθαρίσει και τον εμετό. Τελικά με προτροπή των αστυνομικών και με κάποιες εφημερίδες που πέταξε πάνω στον εμετό, μια σκούπα κι ένα μεγάλο φαράσι τον καθάρισε κάπως.
Εντωμεταξύ ήρθε κι ένας νοσηλευτής σε μηχανή όσο περιμέναμε το ασθενοφόρο. Έβγαλε το ματωμένο παπούτσι του Αντώνη και προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Του μιλούσε με οικειότητα και εξέτασε την πληγή.
-Καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν είναι ούτε μιας μέρας ούτε πέντε; Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο, του είπε.
-Δε θέλω! έλεγε και ξαναέλεγε ο Αντώνης.
-Για να στο πώ ωμά, αν δεν στο φτιάξουμε θα σου κόψουν το πόδι!
Εκεί ο Αντώνης τρόμαξε λίγο. Ο νοσηλευτής το κατάλαβε και του είπε πιο μαλακά:
-Ρε Αντώνη, αφού ξέρεις ότι το αίμα σου έχει πρόβλημα, τι σου φταίνε οι άλλοι; Πάμε στο νοσοκομείο.
Ο Αντώνης ψέλλισε κάτι και φάνηκε ότι ένιωσε άσχημα.
Μετά μας εξηγούσε ότι ήθελε να πάει στο Αττικό γιατί εκεί τον ξέρει ο διευθυντής και τον βοηθάνε. Όταν του είπαν ότι θα τον πάνε στο ΚΑΤ αντέδρασε, γιατί δεν ήξερε πώς θα γυρίσει στο παγκάκι που κοιμάται συνήθως. Έλεγε και ξαναέλεγε ότι θα πάει στο Αττικό αύριο.
-Είναι χασάπηδες στο ΚΑΤ! μας έλεγε.
Ο Σίφης τον διαβεβαίωσε πως θα είναι μια χαρά κι ότι τους ξέρει επειδή δουλεύει εκει. Μετά του έκανε πλάκα ότι έχει και ωραίες γυναίκες εκεί και γελούσαν.
Ο Αντώνης μας έλεγε ότι δε θέλει να πετάξουμε το παπούτσι του γιατί δεν έχει άλλο. Όσο του το έβγαζε ο νοσηλευτής ούρλιαζε από τον πόνο. Ένας από τους αστυνομικούς τον άφησε να σφίγγει το χέρι του όσο πονούσε. Ένας άλλος του έλεγε να κάνει λίγο υπομονή κι ότι καταλαβαίνουν ότι πονάει.Ήταν και οι μόνοι που έδειξαν μία κάποια ευαισθησία απέναντί του από τους αστυνομικούς. Ο νοσηλευτής έβαλε το παπούτσι σε μία σακούλα και του το έδωσε.
Στις 3μμ περίπου εδέησε να εμφανιστεί το ασθενοφόρο. Οι τραυματιοφορείς ήταν πολύ ευγενικοί και με κατανόηση. Τον έβαλαν πάνω σε ένα φορείο μαζί με τα πράγματά του και μας ρώτησαν αν θα πάμε μαζί.
-Είναι απλοί περαστικοί, είπε ο νοσηλευτής.
Κοιταχτήκαμε με το Σίφη. Ένιωσα ένα σφίξιμο.
Ο Αντώνης μας ευχαρίστησε και τον χαιρετούσαμε όπως απομακρυνόταν πάνω στο φορείο.
Περιμέναμε να φύγει το ασθενοφόρο. Χαιρετήσαμε και το νοσηλευτή ο οποίος έφυγε με το μηχανάκι του.
Μιλήσαμε για 4-5 λεπτά για τον Αντώνη, την εμπειρία που ζήσαμε μαζί του, και πόση λύπη νιώσαμε γι'αυτήν την ψυχή και το αβέβαιο μέλλον της. Μετά χαιρετηθήκαμε και ο κάθε ένας πήρε το δρόμο του.
Το σημείο στο οποίο καθόταν ο Αντώνης δεν είχε σχεδόν κανένα απομεινάρι της ιστορίας του.
Οι περαστικοί πατούσαν πάνω του χωρίς να ξέρουν ότι πριν λίγα λεπτά εκεί υπέφερε ένας άνθρωπος.
... Και η ζωή συνεχίστηκε ...
No comments:
Post a Comment